- στουπόχαρτο
- το промокашка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στουπόχαρτο — στουπόχαρτο, το και στυπόχαρτο, το απορροφητικό χαρτί: Πάτησε τα γράμματα με στυπόχαρτο, για να στεγνώσει το μελάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουπόχαρτο — το, Ν βλ. στυπόχαρτο … Dictionary of Greek
στυπόχαρτο — και στουπόχαρτο, το, Ν απορροφητικό χαρτί κατάλληλο για την απορρόφηση τής μελάνης νωπών χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο / στουπί + χαρτί. Ο τ. στυπόχαρτον μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
στουπωτήρι — το στουπόχαρτο, ταμπόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυπόχαρτο — το βλ. στουπόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)